У нас вы можете посмотреть бесплатно Αυτές οι Παιδικές Ζωγραφιές Κρύβουν Ένα Σκοτεινό Μυστικό// ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ или скачать в максимальном доступном качестве, видео которое было загружено на ютуб. Для загрузки выберите вариант из формы ниже:
Если кнопки скачивания не
загрузились
НАЖМИТЕ ЗДЕСЬ или обновите страницу
Если возникают проблемы со скачиванием видео, пожалуйста напишите в поддержку по адресу внизу
страницы.
Спасибо за использование сервиса ClipSaver.ru
Υπάρχει κάτι το ανεξήγητο στα παιδικά δωμάτια. Κάτι που κάνει τον αέρα βαρύτερο όταν τα φώτα σβήνουν. Ίσως είναι οι σκιές που μεγαλώνουν στους τοίχους, οι φιγούρες των παιχνιδιών που αλλάζουν μορφή στο σκοτάδι. Ίσως όμως να υπάρχει και κάτι άλλο. Κάτι που δεν βλέπουμε εμείς, αλλά το βλέπουν τα παιδιά• γιατί τα παιδιά δεν έχουν μάθει ακόμη να αγνοούν το αόρατο. Στη σημερινή αφήγηση, θα σας μεταφέρω τρεις ιστορίες. Τρεις ιστορίες που μου έγιναν γνωστές μέσα από ανθρώπους που μεγάλωσαν με μια αίσθηση πως, κάποια στιγμή, κάτι πέρασε από το παιδικό τους δωμάτιο και δεν έφυγε ποτέ πραγματικά. ΜΕΡΟΣ 1: Το Πέμπτο Πρόσωπο Η ιστορία ξεκινάει το 2012, σε ένα φαινομενικά συνηθισμένο σπίτι. Μια οικογένεια τεσσάρων ατόμων, με δύο παιδιά: μια δεκατετράχρονη κοπέλα, την Τρέισι, και τον μικρότερο αδερφό της, έξι ετών. Ένα απόγευμα, η Τρέισι μπήκε στο δωμάτιο του αδερφού της για να βρει το παιχνίδι που της είχε πάρει κρυφά. Και εκεί, ανάμεσα σε μαρκαδόρους και χαρτιά, βρήκε ένα σχέδιο που δεν περίμενε να δει. Η οικογένεια γύρω από το τραπέζι. Ο μπαμπάς, η μαμά, εκείνη, ο μικρός… και ένας άντρας που δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Ένας άντρας σκουρόχρωμος, με καστανά σγουρά μαλλιά. Καθισμένος στο πάτωμα, ελαφρώς πίσω από το τραπέζι, σαν να παρακολουθούσε την οικογένεια σιωπηλά. Η Τρέισι ήξερε ότι τα παιδιά κάποτε φτιάχνουν φανταστικούς φίλους. Αλλά κάτι στη φιγούρα αυτή δεν της άρεσε. Δεν της άρεσε καθόλου. Ρώτησε τον μικρό αδερφό της: – Ποιος είναι αυτός; Κι εκείνος, χωρίς να την κοιτάξει στα μάτια, ανασήκωσε τους ώμους και είπε: – Δεν μπορώ να πω. Δεν μου επιτρέπεται. Ήταν η πρώτη φορά που το είπε. Αλλά όχι η τελευταία. Για ημέρες, κάθε φορά που κάποιος τον ρωτούσε για το «πέμπτο πρόσωπο», η απάντηση ήταν η ίδια. Ήταν σαν η φράση να ήταν αποτυπωμένη στο μυαλό του. Και ενώ ο πατέρας αντιμετώπιζε την κατάσταση με γέλια, λέγοντας πως «ένα παιδί μπορεί να ζωγραφίσει οτιδήποτε», η Τρέισι ήταν αυτή που περνούσε περισσότερες ώρες με τον αδελφό της. Κι εκείνη άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μια μέρα, καθώς ο μικρός έπαιζε στο δωμάτιό του, η Τρέισι τον άκουσε να μιλάει. Στην αρχή νόμιζε ότι μιλούσε μόνος του. Αλλά όταν άνοιξε την πόρτα, ο μικρός σώπασε απότομα. Γύρισε, την κοίταξε με εκείνο το ενοχικό βλέμμα… και πάλι σήκωσε τους ώμους του, λες και έπρεπε να κρατήσει ένα μυστικό που δεν καταλάβαινε ούτε ο ίδιος. Στο πάτωμα υπήρχαν πράσινες καραμέλες, γεύση πράσινο μήλο. Η Τρέισι ήξερε ότι στο σπίτι δεν υπήρχαν τέτοιες καραμέλες. Ποτέ δεν είχαν αγοράσει. Κι όμως… ήταν εκεί. Όταν εκείνη πήρε τις καραμέλες για να τις δείξει στη μητέρα τους, ο μικρός αντέδρασε σαν να του πήραν κάτι πολύτιμο. Άρχισε να κλαίει, να φωνάζει, να απαιτεί να του τις δώσουν πίσω. Τον μάλωσαν. Τον τιμώρησαν. Του είπαν να μιλήσει. Αλλά δεν μίλησε. Και τότε, εκείνο το βράδυ, άρχισαν όλα. Η Τρέισι κάθισε στο πάτωμα έξω από την πόρτα της, περιμένοντας μήπως ξανακούσει τον μικρό να μιλάει. Και γύρω στις δύο τα ξημερώματα, άκουσε τη φωνή του. Όχι να κλαίει. Όχι να τραγουδάει. Να μιλάει… σε κάποιον. Έτρεξε στο δωμάτιό του και πάγωσε. Ο μικρός στεκόταν μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, και από την άλλη πλευρά, μισοσηκωμένος στον τοίχο, ήταν ο άντρας του σχεδίου. Σκοτεινός, σιωπηλός, με εκείνα τα σγουρά μαλλιά που είχε ζωγραφίσει το παιδί. Όταν η Τρέισι ούρλιαξε, ο άντρας πετάχτηκε προς τα πίσω και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι της νύχτας. Ο μικρός άρχισε να κλαίει, όχι από φόβο, αλλά από θυμό. Λες και του χάλασαν το παιχνίδι. Η αστυνομία ήρθε. Έψαξαν το σπίτι. Έψαξαν την αυλή. Δεν βρήκαν τίποτα. Αλλά ο μικρός, για πρώτη φορά, μίλησε. Είπε ότι ο άντρας του είχε δώσει καραμέλες μια μέρα που περνούσε με το ποδήλατο. Και ότι του είχε πει πως θα ερχόταν ξανά. Του έδωσε κι άλλες καραμέλες. Και ο μικρός του είπε σε ποιο δωμάτιο κοιμάται. Έτσι… απλά. Από εκείνη τη μέρα, ο άντρας δεν ξαναεμφανίστηκε. Ή τουλάχιστον… έτσι πίστεψαν. ΜΕΡΟΣ 2: Το Πλάσμα της Ντουλάπας Η δεύτερη ιστορία είναι διαφορετική. Δεν μιλάει για άνθρωπο. Μιλάει για κάτι άλλο. Κάτι που δεν περιγράφεται εύκολα. Μια άλλη οικογένεια, ένα άλλο εξάχρονο παιδί. Κάθε βράδυ, γύρω στις τρεις, το παιδί έτρεχε στους γονείς του, τρέμοντας από τρόμο. Έλεγε πως «εκείνο» έβγαινε από την ντουλάπα. Πως στεκόταν στο πόδι του κρεβατιού του χωρίς να μιλάει, χωρίς να κινείται. Οι γονείς, όπως όλοι οι γονείς, προσπάθησαν να είναι λογικοί. Άνοιγαν την ντουλάπα, έδειχναν στο παιδί ότι ήταν άδεια. Εκείνο όμως ορκιζόταν ότι την έβλεπε να ανοίγει μόνη της, κάθε βράδυ. Και πάντα, μα πάντα, ήταν ανοιχτή όταν έμπαιναν στο δωμάτιο. Μετά από εβδομάδες άυπνων νυχτών, η μητέρα αποφάσισε να του ζητήσει να το ζωγραφίσει. Το σχέδιο… δεν έμοιαζε με τίποτα που θα ζωγράφιζε ένα παιδί. Είχε καμπυλωμένο λαιμό, άκρα λεπτά και στραβά, σαν να μην ήξερε πώς λειτουργεί το ανθρώπινο σώμα. Το κεφάλι του ήταν καλυμμένο με μακριές, ακανόνιστες τούφες μαλλιών, που έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό του. Διακρίνονταν μόνο δύο μεγάλα, μαύρα μάτια.