У нас вы можете посмотреть бесплатно Θάνος Ανεστόπουλος - Μπαμπά (Daddy) (Sylvia Plath) (22-10-2013) или скачать в максимальном доступном качестве, видео которое было загружено на ютуб. Для загрузки выберите вариант из формы ниже:
Если кнопки скачивания не
загрузились
НАЖМИТЕ ЗДЕСЬ или обновите страницу
Если возникают проблемы со скачиванием видео, пожалуйста напишите в поддержку по адресу внизу
страницы.
Спасибо за использование сервиса ClipSaver.ru
Ο Θάνος Ανεστόπουλος live στην μπουάτ "Απανεμιά", την Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013. Μπαμπάς (Daddy) Δεν κάνεις πια, δεν κάνεις πια, μαύρο παπούτσι που μέσα σου έζησα σαν πόδι τριάντα χρόνια, κάτασπρο και φτωχό, χωρίς να τολμώ να ανασάνω ή να φταρνιστώ. Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω. Πέθανες προτού προλάβω, ασήκωτος σαν μάρμαρο, ένα τσουβάλι γεμάτο Θεό, αποτρόπαιο άγαλμα με ένα δάχτυλο ποδιού μελανό μεγάλο σαν φώκια του Φρίσκο και το κεφάλι στον φρικτό Ατλαντικό όπου η βροχή βάφει πράσινο το κυανό στα νερά έξω απ’ το όμορφο Nauset. Προσευχόμουν να σε ξαναβρώ. Ach, du. Στη γερμανική γλώσσα, στην πολωνική πόλη που ισοπέδωσε ο οδοστρωτήρας του πολέμου, του πολέμου, του πολέμου. Όμως το όνομα της πόλης είναι κοινό. Η Πολωνέζα φίλη μου είπε πως υπάρχουν ντουζίνες δυο κι έτσι ποτέ δεν μπόρεσα να βρω το ίχνος σου, τη ρίζα σου ποτέ δεν μπόρεσα αυτά που ήθελα να σου πω. Η γλώσσα μου κολλούσε στον ουρανίσκο. Κολλούσε σε θηλιά από σύρμα αγκαθωτό. Ich, ich, ich, ich. Λέξη δεν μπορούσα να αρθρώσω σχεδόν. Εσένα έβλεπα σε κάθε Γερμανό. Κι η γλώσσα αισχρή μια ατμομηχανή, μια ατμομηχανή σαν να ήμουν Εβραία μ’ έπαιρνε μακριά από δω. Μια Εβραία στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στο Μπέλσεν. Άρχισα σαν Εβραία να μιλώ. Εβραία πως θα ‘μαι θαρρώ. Τα χιόνια του Τιρόλου, η κρυστάλλινη μπίρα της Βιέννης ούτε το ‘να ούτε τ’ άλλο απόλυτα καθαρό ή αληθινό. Με την τσιγγάνα προγιαγιά μου το αλλόκοτο μου ριζικό και τα χαρτιά μου τα ταρό και τα χαρτιά μου τα ταρό λιγάκι Εβραία πως είμαι θαρρώ. Πάντα σε φοβόμουν εγώ, με τη Lufrwaffe σου, τ’ αλαμπουρνέζικά σου. Το μικρό σου το μουστάκι και το άριο μάτι σου, γαλάζιο φωτεινό. Panzer-man, Panzer-man, αχ Εσύ, δεν είσαι Θεός παρά σβάστικα μαύρη που κρύβει ολόκληρο τον ουρανό. Όπως όλες οι γυναίκες έναν φασίστα αγαπώ, την μπότα στο πρόσωπο, την κτηνώδη κτηνώδη καρδιά ενός κτήνους σαν εσένα. Στέκεσαι στον πίνακα, Μπαμπά, στη φωτογραφία που κρατώ, δεν έχεις δίχηλη οπλή παρά πιγούνι σχιστό κι όμως διάβολος είσαι σωστός είσαι ο άντρας ο σκοτεινός που την όμορφη κόκκινη καρδιά μου έσκισε στα δυο. Όταν σ’ έθαψαν ήμουν δέκα χρονών και στα είκοσι προσπάθησα να σκοτωθώ για να έρθω πίσω, πίσω σε σένα. Και στα κόκαλα ακόμη θα μπορούσα να αρκεστώ μα με ανάγκασαν όρθια ξανά να σταθώ και με κόλλα με συναρμολόγησαν. Κι έπειτα βρήκα ποιο ήταν το σωστό. Έφτιαξα ένα μοντέλο με σένα ολόιδιο έναν άντρα με μαύρα και βλέμμα Meinkampf και μια κλίση στον πόνο και το μαρτύριο. Και τον παντρεύτηκα δίχως δισταγμό. Κι έτσι μπαμπά, μπορώ τώρα τέλος να πω. Το μαύρο τηλέφωνο ξερίζωσα απ’ την πρίζα κι οι φωνές δεν θα έρπουν πια ως εδώ. Τι να σκοτώνεις έναν άντρα, τι δυο, τον βρικόλακα που παρίστανε εσένα και ολόκληρη χρονιά μου ρουφούσε το αίμα εφτά χρονιές, αν θες να μάθεις. Μπαμπά, τώρα πια μπορείς ν’ αναπαυθείς. Στην μαύρη σου καρδιά είναι μπηγμένο ένα παλούκι χοντρό ποτέ δεν σε χώνεψε το χωριό. Επάνω σου έστησαν τώρα χορό. Σε είχαν καταλάβει απ’ την αρχή. Μπαμπά, μπαμπά, μπάσταρδε, μπορώ τώρα τέλος να πω.